αστοιχείωτος — η, ο (Α ἀστοιχείωτος, ον) όποιος δεν κατέχει ούτε τις απλούστατες αρχές κάποιας γνώσης ή κάποιας επιστήμης αρχ. αυτός που δεν έχει ακόμη δαμαστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + στοιχειώ «διδάσκω τα στοιχεία, τις θεμελιώδεις αρχές κάποιου μαθήματος»] … Dictionary of Greek
αστοίχειωτος — η, ο [στοιχειώνω] 1. αυτός που δεν είναι στοιχειωμένος, που δεν κατέχεται από στοιχειό («γεφύρι αστοίχειωτο») 2. εκείνος που δεν έχει μεταβληθεί σε στοιχειό … Dictionary of Greek
αστοίχειωτος — η, ο αυτός που δεν είναι στοιχειωμένος, δεν κατοικείται από στοιχειά: Ένα πηγάδι μονάχα πίστευαν πως ήταν στοιχειωμένο, τ άλλα τα θεωρούσαν αστοίχειωτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀστοιχείωτον — ἀστοιχείωτος ignorant of the first elements masc/fem acc sg ἀστοιχείωτος ignorant of the first elements neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστοιχειώτους — ἀστοιχείωτος ignorant of the first elements masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστοιχείωτα — ἀστοιχείωτος ignorant of the first elements neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)